του Κώστα Κουκουμάκα, 8.12.2016

Ανέκδοτα ιστορικά τεκμήρια για ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της σύγχρονης ιστορίας της Θεσσαλονίκης φέρνει στο φως η έκθεση του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, με τίτλο «Διαιρεμένες Μνήμες 1940-1950. Ανάμεσα στην ιστορία και το βίωμα». Σε μία από τις ενότητες της έκθεσης, η οποία εγκαινιάστηκε στις 4.12.2016 από τους Υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και Γερμανίας, αποκαλύπτονται πολύτιμα αρχεία του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης αναφορικά με το πιο ένοχο μυστικό: τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, τον τοπικό δωσιλογισμό και την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου την περίοδο της γερμανικής Κατοχής.

Στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η εβραϊκή κοινότητα στη Θεσσαλονίκη αριθμούσε περί τους 55.000 ανθρώπους – περισσότερο από τον μισό πληθυσμό της πόλης. Από τους 46.091 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, επέστρεψαν ζωντανοί μόνο οι 1.950. Πέραν όμως από τη ψυχρή αποτύπωση της μαύρης στατιστικής, το θέμα δεν είναι καθόλου εύκολο για τη διαχείριση του θυμικού της πόλης. Ούτε και για τη δημόσια μνήμη, αν και έχουν περάσει κοντά οκτώ δεκαετίες. Μόλις πριν από δύο χρόνια ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης, στα εγκαίνια του μνημείου για το εβραϊκό νεκροταφείο που ισοπεδώθηκε το 1942, είχε πει: «Η πόλη άργησε αδικαιολόγητα να σπάσει την άδικη και ένοχη σιωπή της, αλλά τώρα μπορεί να λέει ότι ντρέπεται για αυτήν την άδικη και ένοχη σιωπή».

Στην έκθεση του ΜΜΣΤ και στην ενότητα την οποία επιμελήθηκε ο ιστορικός Βαγγέλης Χεκίμογλου, διαβάζουμε ότι πριν από τον βίαιο εκτοπισμό τους οι Εβραίοι είχαν αναγκαστεί να εξαργυρώσουν τα μετρητά τους με άχρηστα πολωνικά χαρτονομίσματα, ενώ κλήθηκαν να δηλώσουν «για στατιστικούς λόγους» τα περιουσιακά τους στοιχεία. Από τα ίδια ιστορικά αρχεία μαθαίνουμε ότι είχε συσταθεί μία υπηρεσία «διαχείρισης» των εβραϊκών περιουσιών, κυρίως των 1.800 εμπορικών καταστημάτων Εβραίων. «Οι "ιθύνοντες" των διανομών ήταν ένας δικηγόρος από τις Σέρρες, διορισμένος σε ανώτερη θέση στη Γενική Διοίκηση από την κυβέρνηση της Αθήνας, και ένας τραπεζικός, συγγραφέας δοξαστικού έργου για την εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση της γεωργίας» διαβάζουμε στην έκθεση του ΜΜΣΤ, το υλικό της οποίας θα είναι σύντομα προσβάσιμο και στο Διαδίκτυο.

Τα πιο σημαντικά εμπορικά καταστήματα δόθηκαν από τους Γερμανούς σε πρόσωπα της επιλογής τους, ωστόσο το ενδιαφέρον για τη διαχείριση των περιουσιών των εκτοπισμένων ήταν πολύ μεγάλο, μάλιστα υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ οργανώσεων και φορέων της πόλης που θα λειτουργούσαν ως μεσεγγυούχοι. Οι μεσεγγυούχοι, ή αλλιώς επίτροποι, θα χρησιμοποιούσαν τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις των Εβραίων ως πλήρεις ιδιοκτησίες τους μέχρι να επέστρεφαν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες. Μάλιστα, είχαν υπογραφεί συμβόλαια. Ενδεικτικά, σε ένα από τα αρχεία της έκθεσης διαβάζουμε τη σύναψη συμβολαίου «για την εκμετάλλευσιν επί σκοπώ κέρδους του ενταύθα και εν τω Συνοικισμώ Επταλόφου βυρσοδεψείου, ΑΝΗΚΟΝΤΟΣ ΑΛΛΟΤΕ, εις τον ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝΤΑ Ισραηλίτην Γιούδα Μπαρούχ Σαδικάριο». Την ίδια περίοδο, όπως μαθαίνουμε, σχηματίζονταν ουρές έξω από τα γραφεία των Ναζί από «ενδιαφερόμενους πολίτες». Οι αντιπαραθέσεις για τη διανομή των περιουσιών ήταν τόσο έντονες, ώστε οι Γερμανοί είχαν διορίσει νέες διοικήσεις στο επαγγελματικό και βιοτεχνικό επιμελητήριο. Και ο Δικηγορικός Σύλλογος της πόλης είχε ζητήσει να μοιραστούν στα μέλη του οι υποθέσεις των 18 Εβραίων δικηγόρων που είχαν απογραφεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλο αυτό το πογκρόμ καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, άθελά τους ή μη, και εξέχοντα στελέχη της ίδιας της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης.

Την ίδια περίοδο εβραϊκές συνοικίες (Ρεζή Βαρδάρ, συνοικισμός 6) μετά την εκκένωσή τους κατεδαφίστηκαν, σπίτια και νοικοκυριά λεηλατήθηκαν. Ο υπερήλικας Χάιντς Κούνιο, από τους ελάχιστους που επέστρεψαν ζωντανοί από το Άουσβιτς, είχε περιγράψει σε συνέντευξή του στο VICE: «Το κατάστημά μας ήταν λεηλατημένο (σσ: το ιστορικό φωτογραφείο Κούνιο υπάρχει ως σήμερα). Ο μεσεγγυούχος μας το παρέδωσε με ό,τι εμπορεύματα είχαν απομείνει, δεν ήταν δωσίλογος. Στο σπίτι μας βρήκαμε πρόσφυγες από τα γύρω χωριά, που έμειναν εκεί μέχρι να αποκατασταθούν. Οι συναγωγές και τα νεκροταφεία ήταν ισοπεδωμένα». Ωστόσο, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις όλα αυτά τα χρόνια που αποκαλύφθηκε επωνύμως η αρπαγή των εβραϊκών περιουσιών. Η ιστορικός-ερευνήτρια Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, στο πλαίσιο παλιότερης επιστημονικής εκδήλωσης για την οικονομία της Κατοχής και την τύχη των εβραϊκών περιουσιών, είχε πει στην Καθημερινή ότι εκτός από το ελληνικό δημόσιο, το θέμα αποσιωπά και η εβραϊκή κοινότητα, τα μέλη της οποίας διαφαίνεται ότι το μόνο που διεκδικούν είναι οι αποζημιώσεις από το γερμανικό κράτος.

Τα ιστορικά ντοκουμέντα της έκθεσης, οι φωτογραφίες, τα έγγραφα, οι μαρτυρίες που περνούν από την οθόνη της ενότητας του πρώτου ορόφου του ΜΜΣΤ, είναι σπαραχτικά. Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, περίπου τρεις εβδομάδες πριν αναχωρήσει το πρώτο τρένο για το Άουσβιτς, οι Γερμανοί διέταξαν τη διαγραφή των Εβραίων από όλους τους οργανισμούς και τις δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό δεν έγινε πάντα με προθυμία στη Θεσσαλονίκη. Λόγου χάρη ο νομικός Δ. Δίγκας γνωμάτευσε, με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, για λογαριασμό του Συνδέσμου Βιομηχάνων ότι οι ανώνυμες εταιρείες δεν υπάγονταν στην παραπάνω διαταγή. Ονόματα παιδιών Εβραίων διαγράφηκαν από τα συσσίτια, όχι επειδή το προέβλεπε η διαταγή, αλλά διότι είχαν επιβιβαστεί με τις οικογένειές τους στα τρένα του θανάτου. Από τα ντοκουμέντα που παρουσιάζει το Εβραϊκό Μουσείο στο ΜΜΣΤ μαθαίνουμε ότι Εβραίοι εργαζόμενοι απολύθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες γιατί απουσίαζαν επί μακρόν από τα γραφεία τους· στην πραγματικότητα βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στα γκέτο της πόλης. Ενδεικτικά, ο Δήμος Θεσσαλονίκης απέλυσε Εβραίους υπαλλήλους λόγω «αυθαιρέτου και αδικαιολογήτου απουσίας», τη στιγμή που εκείνοι κατευθύνονταν στα κρεματόρια. Σε αυτό το μαύρο σκηνικό, υπήρξαν ευτυχώς και αντιδράσεις. Διαβάζουμε ότι χριστιανοί έσπευσαν να υιοθετήσουν παιδιά εβραϊκών οικογενειών. Είναι επίσης γνωστή η περίπτωση του ηρωικού Πρωτοδίκη Θεσσαλονίκης Άγγελου Κουτσουμάρη, ο οποίος είχε στήσει κάτω από τη μύτη των Ναζί μία «βιομηχανία» υιοθεσιών παιδιών Εβραίων σε χριστιανούς.

Στην ίδια «μαύρη τρύπα» της Ιστορίας με τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών βρίσκεται και το κεφάλαιο του τοπικού δωσιλογισμού, όπως παρουσιάζεται στην έκθεση του ΜΜΣΤ. Ο Κωνσταντίνος Μερκουρίου, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, είχε διοριστεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης από το καθεστώς Μεταξά. Τον Απρίλιο του 1941 ο ίδιος υποδέχτηκε τους Γερμανούς και μάλιστα εξέδωσε ανακοίνωση προς τον λαό της Θεσσαλονίκης, με τη διαβεβαίωση ότι «τιθέμενος υπό την προστασίαν ενός έθνους γενναίου και ευγενούς ουδέν έχει να φοβηθή». Ο Μερκουρίου θα συστήσει στους δημοτικούς συμβούλους να αποφεύγουν «τις εκδηλώσεις πολιτικού περιεχομένου» και να εξυπηρετούν τις δυνάμεις Κατοχής. Είναι ο ίδιος που θα εκδώσει σύσταση με σχετικό σχεδιάγραμμα για το πώς πρέπει να βαδίζουν οι Έλληνες στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, ώστε να μην ενοχλούν τους Ναζί. Στην έκθεση του ΜΜΣΤ διαβάζουμε επίσης ότι δέκα μέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, και πριν ο Τσολάκογλου υπογράψει τη συνθηκολόγηση, ο υποστράτηγος Φον Κρέντσκι είχε ήδη διορίσει τον αντιστράτηγο Ραγκαβή «διοικητήν της περιφέρειας Μακεδονίας, με έδραν την Θεσσαλονίκην». Στη θέση του τοποθετήθηκε επτά μήνες αργότερα ο οικονομολόγος Βασίλειος Σιμωνίδης.

Περισσότερο γνωστή είναι η ιστορία της καταστροφής, ή «αποδόμησης» όπως αναφέρει ο επιμελητής της ενότητας της έκθεσης, του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, έκτασης 298 στρεμμάτων (στην περιοχή που εκτείνεται σήμερα το campus του ΑΠΘ). Ήταν το μεγαλύτερο εβραϊκό νεκροταφείο στην Ευρώπη, με 300.000 τάφους. Ισοπεδώθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1942 ως τον Απρίλιο του 1943. Η καταστροφή του νεκροταφείου έγινε μεν με διαταγή της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης, είχε προηγηθεί όμως εισήγηση Ελλήνων δημόσιων λειτουργών. Τα οικοδομικά υλικά που προέκυψαν από την ισοπέδωση, όπως τούβλα, πλάκες και μάρμαρα χιλιάδων τάφων χρησιμοποιήθηκαν τα επόμενα χρόνια για την κατασκευή δημόσιων κτιρίων και ναών, ως και την ανάπλαση πλατειών και δρόμων. Η «μεγάλη συγγνώμη» της Θεσσαλονίκης ήρθε 72 χρόνια αργότερα, με την κατασκευή μνημείου στον ίδιο χώρο από τη διοίκηση Μπουτάρη.

Πηγή: ιστοσελίδα VICE